Ιστορική Αναδρομή στη Σαλαμίνα

ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Σύμφωνα με τη μυθολογία, το όνομα Σαλαμίνα δόθηκε στο νησί από τον Κυχρέα, για να τιμήσει τη μητέρα του Σαλαμίνα που ήταν αδελφή της Αίγινας και μια από τις 50 κόρες του ποτάμιου θεού Αισώπου. Κατά την αρχαιότητα η Σαλαμίνα ήταν γνωστή με τα ονόματα Πιτυούσα (από το δέντρο πίτυς: πεύκος), Σκιράς (από τον ήρωα Σκίρο) και Κυχρεία (από τον Κυχρέα). Το νησί είναι επίσης γνωστό ήδη από την αρχαιότητα και με την ονομασία Κούλουρη, που προέρχεται από το ακρωτήριο «Κόλουρις άκρα» (σήμερα Πούντα), στο οποίο ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη και το λιμάνι του 4ου αιώνα π.Χ.

Μυθική Εποχή

Στους αρχαιότατους χρόνους το νησί υπήρξε αυτόνομο Μυκηναϊκό βασίλειο με βασιλείς από τον οίκο των Αιακιδών (ο Αιακός ήταν μυθικός βασιλιάς της Αίγινας γιος του Δία και της νεράιδας Αίγινας) . Γνωστός βασιλιάς αυτού του οίκου ήταν ο Τελαμώνας, γιος του Αιακού. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Τελαμώνας έφυγε από την Αίγινα, διότι είχε δολοφονήσει τον ετεροθαλή αδερφό του Φώκο και πήγε στη Σαλαμίνα, όπου νυμφεύτηκε την κόρη του Κυχρέα, Γλαύκη και έγινε βασιλιάς της Σαλαμίνας. Από το γάμο τους δεν απέκτησαν παιδιά . Μετά τον θάνατο της Γλαύκης, ο Τελαμώνας νυμφεύτηκε δύο γυναίκες, την Ερίβοια και την Ησιόνη. Με την πρώτη απέκτησε τον Αίαντα όπου σημαίνει αετός, ενώ με τη δεύτερη τον Τεύκρο Στον τρωικό πόλεμο ο Αίαντας έλαβε μέρος με 12 καράβια μαζί με τον Τεύκρο. Μετά το θάνατο του Αίαντα στην Τροία, ο Τεύκρος γύρισε στη Σαλαμίνα, αλλά οργισμένος και θυμωμένος ο πατέρας του Τελαμώνας τον έδιωξε από το νησί, γιατί δεν εκδικήθηκε το χαμό του αδερφού του και δεν έφερε τα λείψανά του στην πατρίδα του. Ο Τεύκρος με τους συντρόφους του έφτασε με πλοία στις ανατολικές ακτές της Κύπρου, όπου και ίδρυσε πόλη, την οποία και ονόμασε Σαλαμίνα εις μνήμη της γενέτειράς του. Η πόλη αυτή μετέπειτα ονομάστηκε Κωνσταντία και βρίσκεται περίπου στον χώρο της σημερινής κατεχόμενης Αμμοχώστου.Η αυτονομία της νήσου Σαλαμίνας καταργήθηκε, όταν ο Φιλαίος (ή και Φίλαιος), εγγονός του Αίαντα και γιος του Ευρυσάκη, παρέδωσε το νησί στην κυριαρχία των Αθηναίων. Για την πράξη του αυτή, οι Αθηναίοι τον αναγνώρισαν ως Αθηναίο πολίτη.


Η Κατάκτηση απο τους Μεγαρείς

Ευριπίδης
Η Σαλαμίνα ανήκε στους Μεγαρείς, από το 640 π. Χ. έως το 570 π.Χ. Την περίοδο εκείνη ο Αθηναίος νομοθέτης Σόλωνας έγραψε την πολεμική ελεγεία με τίτλο Σαλαμίς, με απώτερο στόχο να διεγείρει τον πατριωτισμό των συμπολιτών του, ώστε να ανακαταλάβουν το νησί. Τελικά και μετά από εικοσαετή πόλεμο, μεταξύ Αθηναίων και Μεγαρέων, η Σαλαμίνα περιήλθε εκ νέου στην κυριαρχία των Αθηναίων μέχρι το έτος 318 π.Χ.


Κατά τους Περσικούς Πολέμους

η Σαλαμίνα πρόσφερε ανεκτίμητη βοήθεια στους Αθηναίους και στους συμμάχους των κατά των Περσών και ιδιαίτερα λεμεινε γνωστή στην ιστορία για την μεγάλη ναυμαχία που διεξήχθη στο στενό της το 480 π.Χ. Στη Σαλαμίνα, κατά την περίοδο της ναυμαχίας συναντώνται οι τρεις μεγαλύτεροι ποιητές των αιώνων. Ο Αισχύλος πολέμησε στη ναυμαχία και έγραψε γι’ αυτήν. Ο Σοφοκλής έφηβος έλαβε μέρος στα Επινίκια, ενώ ο τραγικότερος των τριών, ο Ευριπίδης γεννήθηκε στη Σαλαμίνα όταν διαδραματιζόταν το μεγάλο ιστορικό γεγονός.
Μετά τους Έλληνες πεζομάχους στο Μαραθώνα (490 π.χ.) και στις Θερμοπύλες (480 π.χ.) ακολούθησαν οι ναυμάχοι στη Σαλαμίνα. Την 13η αττικού μηνός Βοηδρομίωνος, του πρώτου έτους της 75ης Ολυμπιάδας, επί Αθηναίου άρχοντα Καλλιάδη (28ης Σεπτεμβρίου του 480 π.χ.) οι ελεύθεροι Έλληνες πολίτες αντέταξαν στον πάνοπλο, αλλά ανελεύθερο περσικό δεσποτισμό, το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα τους χαλύβδινα.


Ο περσικός στόλος παραπλέει τις ακτές της Αττικής και εισέρχεται στα στενά της Σαλαμίνας νομίζοντας ότι αιφνιδιάζει τους Έλληνες, οι οποίοι από το ασφαλές αγκυροβόλιο τους στο λιμάνι των Αμπελακίων (αρχαίας Σαλαμίνας) ανοίγονται στη θάλασσα και παρατάσσονται με καθορισμένη σειρά κατά πόλεις έτοιμοι για ναυμαχία.

Ο Σαλαμινομάχος και αριστοτέχνης του θεάτρου, Αισχύλος, καταθέτει στην τραγωδία του «Πέρσες» το ωραιότερο γραπτό μνημείο για τη Ναυμαχία. Αγγελιοφόρος αναγγέλει στη βασίλισσα, Άτοσσα, την καταστροφή της περσικής δύναμης, του παριστάνεται από τον ποιητή ως συνέπεια «εκείνης της αρχικής αμαρτίας, που ο Έλληνας την ονομάζει Ύβριν. Ο άνθρωπος που ξεπερνά τα σύνορα που του έχουν ορισθεί, κλονίζει την τάξη του κόσμου και πρέπει να πέσει θύμα της δικής του τύφλωσης. Έτσι και το περσικό κράτος ξεπέρασε το μέτρο που του ήταν ορισμένο. Η Ύβρις αυτής της εκστρατείας βρήκε στη Σαλαμίνα το πρώτο μέρος της ανταπόδοσης, και οι Πλαταιές θα είναι το δεύτερο.» Α.Λ.

Σε μια σκηνή μοναδικού μεγαλείου, ο αγγελιοφόρος κομίζει στα ανάκτορα του Πέρση βασιλιά τη φρικτή είδηση για τη συντριβή του περσικού στόλου. «Πολιτείες όλης της Ασίας! Χώρα περσική, λιμάνι τόσου πλούτου, μ’ ένα χτύπημα μονάχα πάει κατά χαμού η τρανή μας ευτυχία και των Περσών συντρίμμια εχάθη τ’ άνθος. Είναι κακό να φέρνει πρώτος κανείς τα νέα της συμφοράς. Όμως είναι ανάγκη να ιστορήσω καταλεπτώς τι πάθαμε. Όλος χάθηκεν ο περσικός στρατός εκεί κάτω! Της Σαλαμίνας οι ακτές και οι γύρω τόποι έχουν γεμίσει με νεκρούς φριχτά χαμένους…. Αν ήταν μονάχα το πλήθος, τότε οι Πέρσες θα κέρδιζαν τη νίκη. Γιατί όλα κι όλα οι Έλληνες τριακόσια είχαν καράβια κι εκτός τούτα, ακόμα δέκα που ξεχώριζαν. Απ’ την άλλη, ο Ξέρξης οδηγούσε μια χιλιάδα κι άλλα διακόσια εφτά, στη γρηγοράδα ασύγκριτα. Ήταν τέτοια λοιπόν, η αναλογία. Μη θαρρείς τάχα πως από τούτο χάσαμε τη μάχη: Όχι, μα έτσι κάποιος Θεός το στρατό μας ρήμαξε, από το να μέρος τη ζυγαριά βαραίνοντας, μ’ ανόμοια τύχη. Θεοί σώζουν την πόλη της Παλλάδας.

Η αιτία για το χαμό επίβουλο κακό ήταν, πνεύμα ή κάποιος δαίμονας οργισμένος, που άξαφνα έτσι, κανείς δεν ξέρει πως, εφανερώθη.Όταν φωτολουσμένη σκέπασεν η μέρα με τα λευκά της άτια όλο τον κόσμο, τότε από το μέρος των Ελλήνων πρώτα σαν τραγουδιού βοή ένας ήχος χαρούμενος ακούστηκε να βγαίνει, που βουερά τριγύρω αντιλαλούσαν τα βράχια του νησιού… και τους βαρβάρους… φόβος τους έπιασε όλους, όταν είδαν πως ξεγελάστηκαν. Γιατί δεν ήταν για φευγιό που τραγουδούσαν οι Έλληνες παιάνα σεμνό, παρά γιατί στη μάχη ορμούσαν μ’ αντρειωμένη την καρδιά και τη γραμμή τους, της σάλπιγγας ο αχός φλόγιζε ολούθε. Κι αμέσως τα κουπιά στο πρόσταγμα τους μ’ ένα ρυθμό παφλάζοντας χτυπάνε το βαθύ κύμα κι όλοι αντικρυνά μας γοργά προβάλλουν. Πρώτο ερχόταν σε καλοσύναχτη σειρά το δεξί κέρας, ξοπίσω ακολουθούσε ο άλλος στόλος και μια κραυγή μυριόστομη αντηχούσε: Εμπρός παιδιά των Ελλήνων λευτερώστε πατρίδα, τέκνα και γυναίκες, των Θεών τα ιερά, τους τάφους των προγόνων. Τώρα θα πολεμήσετε για όλα».


«Χτυπούν αμέσως τις χάλκινές αρματωσιές τους το’ να στ’ άλλο σκαρί. Ένα καράβι των Ελλήνων άρχισε πρώτο και την πρύμνα, πλευρά και κουπαστές σύντριψε κάποιου φοινικικού. Τότε τις πλώρες ενάντια στρέφουν όλοι. Στην αρχή, του περσικού στόλου η γραμμή κρατούσε γερά. Μα όταν μαζεύτηκε το πλήθος των καραβιών στο στενό μέσα, δεν υπήρχε τρόπος να συντρέξει το ένα

τ’ άλλο, και συγκρούονταν οι χάλκινες πλώρες σπάζαν τα κουπιά τους, ενώ γύρω τα πλοία των Ελλήνων με πολλή τέχνη και γρηγοράδα από παντού χτυπούσαν κι ανάστροφα γυρνάγαν τα σκαριά. Ώσπου σε λίγο δε μπορούσες πια να βλέπεις τη θάλασσα γεμάτη απ’ τα ναυάγια και τα κορμιά των σκοτωμένων, και τριγύρω οι ακρογιαλές και οι ξέρες μυρμήγκιαζαν από κουφάρια. Τότε, όσα καράβια είχαν μείνει ακόμη, δίχως τάξη ρίχνονταν στο φευγιό λαμνοκοπώντας γοργά. Κι αυτοί σα να ‘τανε για ψάρια μες στο δίχτυ, με κομμάτια κουπιών ή συντρίμμια ναυαγίων βαρούν, τσακίζουν ράχες κι ένας βόγκος και θρήνος εσκέπαζε ολούθε, την άπλα του πελάγου. Ώσπου της μαύρης νύχτας έπεσε η σκοτεινιά και όλα τελείωσαν. Της συμφοράς το πλήθος μήτε δέκα μέρες κι αν είχα στη σειρά, δε θα μπορούσα να εξιστορήσω ολάκερο, γιατί να ξέρεις ποτέ σε μια μονάχα μέρα, τόσοι πολλοί δεν αφανίστηκαν ως τώρα… Όσοι από τους Πέρσες ήταν αντρειωμένοι μ’ ατρόμητες ψυχές αρχοντογέννητοι και πάντα πρώτοι απ’ όλους για την πίστη που ‘χαν στο βασιλιά, χάθηκαν με θάνατο φρικτό και ντροπιασμένο. Έσυρεν ο Ξέρξης μεγάλο βόγκο βλέποντας το βάθος του χαλασμού. Γιατί ψηλά καθόταν σε τόπο ξάγναντο κοντά στ’ ακροθαλάσσι κι ολάκερο θωρούσε το στρατό του. Κι αφού τα πέπλα του έσκισε θρηνώντας με γοερές κραυγές, ξάφνου προστάζει το στεριανό του στράτευμα και σ’ άτακτη φυγή ορμάει.»


Ελληνιστική Εποχή

Το 318 π.Χ., η Σαλαμίνα καταλήφθηκε από τους Μακεδόνες και συγκεκριμένα από τον Κάσσανδρο, έναν από τους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 229 π.Χ., ο αρχηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, Άρατος, την παρέδωσε εκ νέου στους Αθηναίους . Από τότε η Σαλαμίνα ακολούθησε, κατά κανόνα, την τύχη της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας σ΄ όλες της φάσεις της πολυκύμαντης ιστορίας της (ρωμαϊκοί χρόνοι, βυζαντινή περίοδος, Φραγκοκρατία, Τουρκοκρατία).


Ρωμαϊκή - Πρωτοβυζαντινή περίοδος (2ος αι. π.Χ. - 7ος αι. μ.Χ.)

Σύμφωνα με τον περιηγητή της αρχαιότητας, Παυσανία, στην εποχή του (τέλη του 2ου μ.Χ. αι.) η αρχαία πόλη της Σαλαμίνας (σημερινά Αμπελάκια) είχε εγκαταλειφθεί καθόσον ο ίδιος διαπίστωσε ερείπια στην Αγορά της. Οι κάτοικοι που την εγκατέλειψαν, εγκαταστάθηκαν σ΄ άλλα σημεία του νησιού. Από τα υπάρχοντα αρχαιολογικά στοιχεία της Σαλαμίνας, τεκμαίρεται η ύπαρξη δύο οικισμών κατά τη διάρκεια αυτής της χιλιετίας: ενός στη νότια πλευρά εκεί, όπου σήμερα ευρίσκεται το χωριό Αιάντειο και ενός άλλου στη βόρεια πλευρά στη θέση, όπου είναι η σημερινή πόλη της Σαλαμίνας. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι, επί εποχής Ιουστινιανού (527-565), η Σαλαμίνα κατατασσόταν μεταξύ των πόλεων της βυζαντινής αυτοκρατορίας.


9ος - 12ος Αιώνας

Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της περιόδου αποτελεί, όχι μόνο για τη Σαλαμίνα αλλά και γι΄ όλο τον ελλαδικό χώρο, η ύπαρξη «τοπικών δυναμικών αρχόντων - γαιοκτημόνων, που εκμεταλλεύονταν τη γη, δημιουργώντας τοπικούς χώρους εξουσίας, η οποία είτε τους αποδόθηκε με αυτοκρατορική παραχώρηση (πρόνοιες), είτε οι ίδιοι την οικειοποιήθηκαν με άλλο τρόπο»


13ος - 14ος Αιώνας

Μετά το τέλος της Δ΄ Σταυροφορίας (1202-1204) και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, η Σαλαμίνα περιήλθε στην κυριαρχία των Βενετών και το έτος 1294 παραδόθηκε από το Γκυ Β' ντε λα Ρος στον άρχοντα της Ευβοίας, τον Βονιφάτιο από τη Βερόνα. Στην περίοδο εκείνη ανάγεται το κτίσιμο του αρχικού ναού της Παναγίας Φανερωμένης. Στη συνέχεια, και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, η Σαλαμίνα περιήλθε διαδοχικά στην κυριαρχία των Καταλανών (1311), της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1319), των Καταλανών εκ νέου (1350) και του Φλωρεντινού οίκου των Ατσαγιόλι (1388). Στα τέλη του 14ου αιώνα αποικίστηκε από Αρβανίτες.


15ος - 19ος Αιώνας

Λίγα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β΄ (1453), οι Τούρκοι κυρίευσαν τη Σαλαμίνα (1462). Επί Τουρκοκρατίας, η κοινωνική και οικονομική ζωή ατόνησε στη Σαλαμίνα, που αποκαλείται έκτοτε Κούλουρη. Τα ιστορικά στοιχεία για τα πρώτα διακόσια χρόνια αυτής της περιόδου (1450-1650) είναι ελάχιστα έως ανύπαρκτα. Στα μέσα του 17ου αιώνα επισκέφθηκαν τη Σαλαμίνα δύο σημαντικές προσωπικότητες. Το 1640 ο Μεγαρίτης θεοσεβής Λάμπρος Κανέλλος (μετέπειτα Όσιος Λαυρέντιος), ο οποίος το 1682 επανίδρυσε, ή κατ΄ άλλους ανακαίνισε, το καθολικό της Μονής Φανερωμένης και το 1674 ο Άγγλος πρόξενος Τζίν Σιρόντ (Jean Siraud). Ο τελευταίος, σε σχετική έκθεσή του, έγραφε: «Επάνω στο νησί υπάρχουν τρία χωριά: το ένα ονομαζόμενο Κούλουρη (σημερινή πόλη Σαλαμίνας), το άλλο Μητρόπολη (πρόκειται περί του Αιαντείου) και το Αμπελάκι. Σ΄ όλο το νησί δεν υπάρχουν παρά εξακόσιες ψυχές, εν μέρει Έλληνες εν μέρει Αρβανίτες». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1688, ο ελληνικός πληθυσμός της νήσου ενισχύθηκε με την αναγκαστική μετακίνηση αθηναϊκών οικογενειών από την Αθήνα προς τη Σαλαμίνα(πρ'οσφυγες), λόγω της παρουσίας σ΄ ολόκληρη την Αττική των Ενετών με επικεφαλής το Φραγκίσκο Μοροζίνη. Από κει βγήκε και η φράση: «πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη».

Η μετακίνηση αυτή έδωσε πνοή ανάπτυξης και προόδου στο νησί, δημιουργώντας κατ΄ αυτό τον τρόπο τις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή της Σαλαμίνας στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα εκείνης της εποχής. Μιας εποχής, όπου οι δραστηριότητες του νεοελληνικού διαφωτισμού οδήγησαν στην πνευματική αφύπνιση του ελληνικού γένους, που είχε ως αποτέλεσμα την Επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό. Απόρροια αυτής της ανάπτυξης ήταν η Σαλαμίνα, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, να διαθέτει αρκετά μικρά πλοιάρια. Πολλά απ΄ αυτά έλαβαν μέρος στην Ελληνική επανάσταση του 1769-1770, που εκδηλώθηκε μετά από υποκίνηση των Ρώσων και έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Ορλωφικά. Παρ΄ όλη την ατυχή έκβαση των Ορλωφικών, ο ατρόμητος αγωνιστής εκείνης της περιόδου Μητρομάρας, ο οποίος άφησε το σπαθί του τάμα στη Φανερωμένη, συνέχισε μόνος του τον αγώνα της ανεξαρτησίας και το Φεβρουάριο του 1771 ύψωσε στη Σαλαμίνα τη ρωσική σημαία της επανάστασης.

Στην πρώιμη και ατελέσφορη αυτή προσπάθεια αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού, το μοναδικό επίτευγμα ήταν η καταστροφή του τουρκικού στόλου στο Τσεσμέ (1770) από το ρωσικό ναυτικό, γεγονός που ανάγκασε τους Οθωμανούς να υπογράψουν το 1774 τη συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή.

Αργότερα δημιουργήθηκε πυρήνας Φιλικών με πρώτο τον ηγούμενο της Ι.Μ. Παναγίας Φανερωμένης, Γρηγόριο Κανέλλο ο οποίος μύησε και τους αδελφούς Αναγνώστη και Αντώνη Βιρβίλη. Στην επανάσταση του 1821 έλαβαν δραστήρια μέρος με επικεφαλής τον Γεωργάκη Γκλίστη καθώς και τους Γεωργάκη Μάθεση, Ιωάννη Κριτσίκη, Αναγνώστη Βιρβίλη, Αναγνώστη Καρνέση, Ιωάννη Βιέννα, κ.αλ. Πολύ μεγάλη και σημαντική ήταν η βοήθεια που πρόσφερε στον Αγώνα η Ι.Μ.Φανερωμένης. το 1823 εγκαταστάθηκε το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό σώμα της Προσωρινής Διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας ενώ το 1824 μεταφέρθηκε το τυπογραφείο όπου εκδόθηκε το πρώτο φύλλο της «Εφημερίδας των Αθηνών», από τον Γ. Ψύλλα. Επίσης, εδώ επανειλημμένα φιλοξενήθηκαν το σύνολο των αγωνιστών του ’21 που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις της Αττικής, της Αθήνας και του Φαλήρου όπως: ο Μακρυγιάννης, ο Τζαβέλας, ο Κριεζώτης, ο Δ. Υψηλάντης, ο Μαυροβουνιώτης και άλλοι. Φιλοξενήθηκε και ο Γ. Καραϊσκάκης του οποίου επίλεκτο σώμα αποτέλεσαν Σαλαμίνιοι Αγωνιστές. Ο Καραϊσκάκης θάφτηκε στο ναό του Αγίου Δημητρίου, του οποίου ήταν και επιθυμία, το 1827. Το 1996, ο τάφος του ανακατασκευάστηκε και στον περίβολο του ναού στήθηκε η προτομή του. Το 1830 ο Καποδίστριας ίδρυσε το παλιό 1ο Δημοτικό Σχολείο, το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1981. Σήμερα στεγάζει το αρχαιολογικό μουσείο.


Η Σύγχρονη Σαλαμίνα

Μετά το τέλος της επανάστασης το νησί γνώρισε μέρες άνθισης των ναυτικών επαγγελμάτων. Σημαντικό γεγονός για τη Σαλαμίνα ήταν και η εγκατάσταση στο νησί του Πολεμικού Ναύσταθμου το 1878, στη Φανερωμένη και από το 1881 στη σημερινή του θέση. Αυτή η εποχή γέννησε και ανέδειξε αξιόλογες προσωπικότητες, όπως το μεγάλο ζωγράφο Πολυχρόνη Λεμπέση, το φιλόλογο – λαογράφο Πέτρο Φουρίκη, το στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο, το θεατρικό συγγραφέα Δημήτρη Μπόγρη και αργότερα το βάρδο του δημοτικόυ τραγουδιού Γιώργο Παπασίδερη, τον καθηγητή – αρχαιολόγο Δημήτρη Πάλλα, τον αρχηγό Ενόπλων δυνάμεων Σπύρο Αυγέρη κ. αλ. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έδωσε σε θυσία και πάλι τα παλικάρια της – στην αντίσταση κατά των κατακτητών – όπως τους Γεωρ. Μπεγνή, Ν.Μπερή, Φιλ. Τούτση, Στ. Νικολέτο, Γεωρ. Ελευσινιώτη, κ.αλ., όπως και ομήρους σε γερμανικά στρατόπεδα.

Παράλληλα, η ανάπτυξη της ναυτιλίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αποτελεί μια άλλη λαμπρή περίοδο ακμής του τόπου. Δάσος σχημάτιζαν τα κατάρτια των ιστιοφόρων, σας επέστρεφαν οι καραβοκύρηδες απ’ τα ταξίδια τους.

Από ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1994 με τον καθηγητή – αρχαιολόγο Γιάννο Λώλο, ανακαλύφθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα στο σπήλαιο, όπου ο Ευριπίδης κατά τις ιστορικές πηγές έγραψε τα αθάνατα έργα του. Στο μονοπάτι που πάει προς το σπήλαιο ανακαλύφθηκε το ιερό του Διονύσου. Επίσης σε πρόσφατες ανασκαφές στα νότια του νησιού, στην περιοχή Κανάκια, βρέθηκαν ερείπια και θεμέλια κτισμάτων της Ομηρικής Σαλαμίνας.